- κοιτωνικός
- κοιτων-ικός, ή, όν,A for a bedroom, κλίνη Gloss.II Subst. [full] κοιτωνική, ἡ, bed-cover, Ostr. in Sammelb.4292 (written -ονική).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοιτωνικός — κοιτωνικός, ή, όν (Α) [κοιτών] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κοιτώνα 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κοιτωνική το κλινοσκέπασμα … Dictionary of Greek
κοιτωνικῷ — κοιτωνικός for a bedroom masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)